Πολύ μου αρέσουν οι ιστορίες πολέμου, ιδίως του ελληνοιταλικού πολέμου, όπου η ανδρεία του έλληνα φαντάρου έγραψε τις λαμπρότερες ιστορίες της στα στενά της Κλεισούρας και στα οχυρά του Ρούπελ και της Λύσσας.
Μια τέτοια ιστορία άκουσα από τον συχωρεμένο τον Μιχάλη τον Σκορδά, που υπηρέτησε στην πρώτη γραμμή.
Ήταν λέει το πρώτο φυλάκιο στην Κλεισούρα και ο στόχος της πυροβολαρχίας, στην οποία υπηρετούσε ο Μιχάλης ήταν να φράξει τον δρόμο στα τάνκς του εχθρού να περάσουν στην πεδιάδα.
Οι ιταλικές δυνάμεις μας ξάφνιασαν όταν πήραν τον πρώτο λόφο της προκατάληψής μας και φάνηκε το πρώτο τάνκ στην είσοδο της Κλεισούρας.
Ήταν 30 Οκτωβρίου και οι ιταλοί είχαν κάποιες επιτυχίες μέχρι τότε.
Εμείς του πυροβολικού είχαμε αποστολή να φράξουμε πάση θυσία το στόμιο της Κλεισούρας στα ερπυστριοφόρα να κατεβούν προς τον κάμπο. Όταν έπεσε το δικό μας φυλάκιο, το πήραν οι ιταλοί και με σφοδρό πυρ μας καθήλωσαν τα άλλα δύο φυλάκια, που ήταν μπροστά μας και εμείς ερχόμασταν σαν τρίτο φυλάκιο αναγνώρισης του πυροβολικού.
Ήμουνα στο τρίτο στοιχείου της πυροβολαρχίας και ο λοχαγός ένας κρητικός πολύ με αγαπούσε και όπου ήταν να στείλει κάποιον για μια σοβαρή αποστολή πάντα εμέ-να φώναζε.
Θυμάμαι πολύ καλά ήταν πρώτη του Νοέμβρη, όταν με ρώτησε, Σκορδά πετάξου μέχρι το φυλάκιο και πες τους να μας δώσουν τις δικές τους διατεταγμένες, διότι ο δικός μας παρατηρητής σίγησε.
Ξεκίνησα μόνος μου, χωρίς να πάρω ούτε όπλο ούτε τροφή, διότι θα γύριζα πίσω την ίδια μέρα.
Ο λοχαγός υπολόγιζε να φτάσω στο φυλάκιο σε δύο ώρες γι’ αυτό και άρχισε τις δοκιμαστικές βολές για το τρίγωνο ασφαλείας, αλλά δεν πήρε απάντηση που έπεσαν οι βολές και τότε ξεκίνησε μόνος του να πάει στο φυλάκιο και να δει με τα μάτια του που έπεφταν οι βολές.
Εγώ είχα καθηλωθεί από το σφοδρό πυρ των ιταλών και ήταν αδύνατο να προχωρήσω, όταν με βρήκε ο λοχαγός μου κουρνιασμένο σε ένα νεροφάγωμα.
Πώς κατάφερε και έφτασε μέχρι κοντά μου ήταν ένα θαύμα.
Οι ιταλοί είχαν επανδρώσει καλά το φυλάκιο και το πυρ τους θέριζε στην κυριολεξία όλη την πλαγιά.
Θυμάμαι όταν μας έλεγε ο λοχαγός στα μαθήματα που κάναμε, ο πόλεμος είναι ένα παιχνίδι με αίματα.
Μέχρι να δεις το αίμα σου ή του συντρόφου σου, δεν σου κάνει όρεξη να ρίξεις στο ψαχνό.
Από τη στιγμή όμως που θα ακούσεις το αχ, παύεις να είσαι το παιδί και γίνεσαι αυτομάτως ο φαντάρος που ήρθε να υπερασπιστεί την Πατρίδα του.
Μερικοί πιο άτυχοι θα χάσουν τη ζωή τους, μερικοί πιο τυχεροί θα γιορτάσουν την νίκη στήνοντας βωμούς για τους αδικοχαμένους συναδέρφους τους, αυτή είναι η ζωή, άμα θέλεις να ζεις ελεύθερος. Όταν έφτασε στο καταφύγιο μου ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και λαχανιάζοντας ανέβηκε λίγο πιο ψηλά να δει που έπεφταν οι βολές και εκείνη τη στιγμή είδε, που πέρασε και το δεύτερο τάνκ στον κάμπο.
Χωρίς να καλοσκεφτεί τις ριπές των ιταλών που έπεφταν βροχή σηκώθηκε να γυρίσει πίσω και εκείνη τη στιγμή μια ριπή τον πήρε στην κοιλιά και τα άντερά του χύθηκαν στην αγκαλιά του.
Δεν ξέρω, αλλά μέσα μου ξύπνησε κάτι το άγριο, που δεν λογάριαζα πλέον τον κίνδυνο, σηκώθηκα χωρίς να λογαριάζω το πυρ τον πήρα στην αγκαλιά μου σαν παιδάκι και κουτρουβαλώντας τον κατέβασα στο διοικητήριο, όπου τον παρέδωσα στον γιατρό.
Ο καημένος βογκούσε από τους πόνους, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
Ευτυχώς τα άντερά του δεν είχαν πειραχτεί και ο γιατρός τον καθησύχασε, ότι το τραύμα του δεν ήταν τόσο σοβαρό, αλλά έχασε πολύ αίμα και έπρεπε να μείνει τελείως ακίνητος για δυο τρείς μέρες.
Ανάγκασε τον γιατρό να τον στείλει πίσω στην μονάδα του, έτσι αμπαλαρισμένο και κάθισε στο κάθισμα του πυροβολητή και έβαλε μόνος του τις συντεταγμένες στο πυροβόλο και διέταξε πυρ.
Η οβίδα ήταν προορισμένη να πάρει την εκδίκηση για τον τραυματισμό του.
Βρήκε το τρίτο τάνκ ακριβώς στον πυργίσκο και το ακινητοποίησε ακριβώς στο πιο στενό μέρος της Κλεισούρας και έφραξε τον δρόμο για τα άλλα τάνκς που ακολουθούσαν.
Τότε μια βοή ακούστηκε από όλους μας και σαν τρελοί τρέχαμε να πάρουμε τα όπλα μας και να χυθούμε στον εχθρό και να τον φάμε στην κυριολεξία.
Έτσι και έγινε εκείνη η στιγμή ήταν που έγειρε η πλάστιγγα του πολέμου υπέρ των δικών μας όπλων.
Είχαμε πάρει τέτοια φόρα που σέρναμε το πυροβόλο μαζί με τον λοχαγό στο κάθισμα του πυροβολητή, αλλά πεθαμένο.
Βασίλης Τζιτζής
Σκάλα Καλλιράχης, Θάσος